ὀργάνοις — ὄργανον instrument neut dat pl ὄργανος working masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
арганъ — АРГАН|Ъ (4*), А с. ὄργανον Вид музыкального инструмента: внесоша иѥрѣи кивотъ завѣта г(с)нѩ въ ст҃а˫а ст҃хъ подъ крилы хѣровимьскы(х). и наченъшемъ исповѣдатисѩ г(с)ви въ троуба(х) и въ коумбалѣ(х) и въ арганѣ (ἐν ὀργάνοις) ГА XIII XIV, 91б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαγάς — (; – 268 π.Χ.). Ηγεμόνας της Κυρήνης, της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Α’ και της ετεροθαλούς αδελφής του και συζύγου του Βερενίκης. Ο Πτολεμαίος έστειλε τον Μ. να καταπνίξει την επανάσταση στην Κυρήνη και όταν το πέτυχε,… … Dictionary of Greek
μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek
τετράταρσος — ον, Μ αυτός που έχει τέσσερεις ταρσούς ή τέσσερα φτερά («πετροπόμποις τετρατάρσοις ὀργάνοις», Νικήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ταρσός «πλέγμα, φτερούγα»] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek